ἄμφοδον

ἄμφοδον
ἄμφοδον
street
neut nom/voc/acc sg
ἄμφοδος
street
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άμφοδον — ἄμφοδον, το (Α) 1. οδός, δρόμος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τμήμα πόλης, συνοικία, γειτονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. *ἄμφοδος < ἀμφι* + ὁδὸς (πρβλ. τρί οδος, άνοδος, κάθοδος κλπ) ΣΥΝΘ. (αρχ) ἀμφοδάρχης] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφόδοις — ἄμφοδον street neut dat pl ἄμφοδος street fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφόδου — ἄμφοδον street neut gen sg ἄμφοδος street fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφόδων — ἄμφοδον street neut gen pl ἄμφοδος street fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφόδῳ — ἄμφοδον street neut dat sg ἄμφοδος street fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄμφοδα — ἄμφοδον street neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφοδάρχης — (I) ἀμφοδάρχης, ο (Α) ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ ἄμφοδον) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφοδον + αρχης < ἄρχω]. (II) ο αρχ. αξιωματούχος της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως καθήκον την επιθεώρηση των οδών (αμφόδων) …   Dictionary of Greek

  • αμφόδιον — ἀμφόδιον, το (Α) [ἄμφοδον] υποκορ. τού ἄμφοδον* …   Dictionary of Greek

  • άμφοδος — ἄμφοδος, η (ΑΜ) το ἄμφοδον* …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”